- Δήλιε
- ΔήλιοςDelianmasc voc sgΔήλιοςDelianmasc/fem voc sgΔήλιοςDelianmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δήλι' — Δήλια , Δήλιος Delian neut nom/voc/acc pl Δήλια , Δήλιος Delian neut nom/voc/acc pl Δήλιε , Δήλιος Delian masc voc sg Δήλιε , Δήλιος Delian masc/fem voc sg Δήλιε , Δήλιος Delian masc voc sg Δήλιαι , Δήλιος Delian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek